τοιχοδομή

τοιχοδομή
τοιχοδομία η сооружение, кладка стен

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "τοιχοδομή" в других словарях:

  • τοιχοδομή — η, Ν τοιχοδομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοίχος + δομή. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • τοιχοδομή — η κατασκευή τοίχου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τοίχωμα — το, Ν 1. τοίχος, τοιχοδομή 2. επιφάνεια με την οποία περιορίζεται ένας χώρος ή μια κοιλότητα, η πλευρά οποιασδήποτε κοιλότητας (α. «τα τοιχώματα τού δοχείου» β. «τα τοιχώματα τού σκάφους») 3. ανατ. ονομασία επιφανειών που περιορίζουν διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 …   Dictionary of Greek

  • τοιχοδομία — η τοιχοδομή (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»